- πλάκωσις
- πλᾰκ-ωσις, εως, ἡ,A facing with marble slabs, revetting,
τοῦ λογείου TAM2.408
(Patara, ii A.D.), cf. CPHerm.94.2 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ λογείου TAM2.408
(Patara, ii A.D.), cf. CPHerm.94.2 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλακώσεις — πλάκωσις facing with fem nom/voc pl (attic epic) πλάκωσις facing with fem nom/acc pl (attic) πλακόω face with aor subj act 2nd sg (epic) πλακόω face with fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάκωσιν — πλάκωσις facing with fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάκωση — η / πλάκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πλακώ] η πλακόστρωση νεοελλ. μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι, στο στήθος ή στην καρδιά, πλάκωμα … Dictionary of Greek